- βλαβεράν
- βλαβερά̱ν , βλαβερόςharmfulfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
пакостьныи — (36) пр. 1.Вредный, пагубный: вещемъ же пакостьнымъ и вс˫ако бѣдьнымъ. себе вълагати… не покоримъс˫а. (ἐπιβλαβέσι) ЖФСт к. XII, 92 об.; повинѣмсѧ ѹбо великому сему ѹч҃тлеви. ˫ако да ѹбѣжимъ лжеименьнаго и пакостнаго разума мирьскы˫а мудрости. ПНЧ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
επίφυση — Αδένας του ανθρώπινου σώματος. Έχει βάρος 100 180 γρ., σχήμα κωνικό, σαν καρπός πεύκου, και βρίσκεται στη μέση του εγκεφάλου, στο πίσω μέρος του, στην οροφή της τρίτης κοιλίας. Παρομοιάζεται με φράγμα που συγκρατεί τις σεξουαλικές ορμόνες. Όταν… … Dictionary of Greek